αμόνοιαστος

αμόνοιαστος
η , ο
1) недружный, несогласный;

είναι πάντα αμόνοιαστοι — они всегда в ссоре


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "αμόνοιαστος" в других словарях:

  • αμόνοιαστος — η, ο [μονοιάζω] αυτός που δεν μονοιάζει, δεν ζει σε ομόνοια με άλλους, δύστροπος, φιλόνικος, ασυμβίβαστος …   Dictionary of Greek

  • αμόνοιαστος — η, ο αυτός που δε μονοιάζει μ άλλον, ο δύστροπος: Ζούσε με την πεθερά της, αλλά ήταν αμόνοιαστες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»